- ὠμοφόρον
- ὠμοφόροςportermasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωμόφορον — τὸ, ΜΑ βλ. ωμοφόριο … Dictionary of Greek
ωμοφόριο — Κάλυμμα των ώμων (σάρπα), άμφιο. Πρόκειται για στενόμακρο ύφασμα, πολυτελές και στολισμένο με σταυρούς και κρόσσια. Το φορούν οι αρχιερείς της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, έτσι ώστε το ένα άκρο του να κρέμεται μπροστά και το άλλο πίσω. * * * το /… … Dictionary of Greek
ԵՄԻՓՈՐՈՆ — (ի, աւ կամ ով.) NBH 1 0658 Chronological Sequence: Unknown date, 12c ԵՄԻՓՈՐՈՆ որ եւ գրի ԵՄԱՓՈՐՈՆ, ԵՄԱՓՈՐՏ, եւ այլն. ուղիղն է ՈՄՈՓՈՐՈՆ. յն. օմօ՛ֆօրն. այսինքն ի վերայ ուսոց կրելի. ὡμόφορον humerale, pallium Ուսանոց եպիսկոպոսաց ի վերայ շուրջառի՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)